111

eksofillo Platon Faidon 10/17/11 11:47 AM ™ÂÏ›‰·1šείμενα... · ῾h παραγωγή τῆς γνώσης (κεφ. 47) ῾Ο φύλακας-ἄγγελος τοῦ

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • eksofillo Platon Faidon 10/17/11 11:47 AM ™ÂÏ›‰·1

  • ΠΛATΩNOΣ

    ΦAIΔΩN� περ� ψυ��ς

  • T�τλ�ς: Πλ�των�ς Φα�δων, Τ�μ�ς A΄

    Mετ��ρασις-Σημει�σεις: �Iω�ννης �Aθανασ"π�υλ�ς

    �Eκδ"σεις: ΓEΩPΓIAΔH - «BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN»

    &Yπε'θυν�ς �Eκδ"σεως: Λεων�δας �Aθ. Γεωργι�δης

    �Eπιμ)λεια: �Απ"στ�λ�ς Μ. Τ/α�ερ"π�υλ�ς

    Σελιδ�π��ησις: �Aλ)0ι�ς Δ. M�στ�ρης

    �E0��υλλ�: Δημ1τρης Μπιλιλ�ς

    copyright ® 2κδ"σεις Λ. Γεωργι�δης 2012

    ISBN: 978-960-316-388-6

    Kεντρικ1 δι�θεσις: Tηλ. 210 38 15 000

    Bι9λι�πωλε;α:

    Kη�ισ�ας 263, Kη�ισι� T.K. 145 62, Tηλ. 210 80 15 113

    www.georgiadesbooks.com - e-mail: [email protected]

    ΠΛATΩN

    ΦAIΔΩN� περ� ψυ��ς

    Mετ��ρασις - Σημε�ωσεις:

    �Iω�ννης �Aθανασ�πυλς

    �Eπιμ)λεια:

    �Aπ�στλς M. T�α�ερ�πυλς

    �Απαγ�ρε'εται ? @ναδημ�σ�ευσις Cλ"κληρης D μ)ρ�υς τ�ς παρ�'σης μελ)της, μF Cπ�ι�δ1π�τε μ)-σ�ν, �ωρGς τJν γραπτJ Lδεια τ�Q 2κδ"τ�υ D τRν ν�μ�μων κληρ�ν"μων τ�υ.�Επιτρ)πεται ? @να��ρU στV παρVν 9ι9λ�� D στV περιε�"μεν" τ�υ μ"ν�ν σF περ�πτωσι π�W παρ�υ-σι�/�νται ρητRς τU στ�ι�ε;α αXτ�Q.

  • Εἰσαγωγή

    Τό τρίτο χρονολογικά καί ἀσφαλῶς ὡριμώτερο ἔργοτῆς «τριλογίας τοῦ θανάτου» τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὁ «Φαί-δων» –τά ἄλλα δυό εἶναι ἡ «᾽Απολογία Σωκράτους» καίὁ «Κρίτων». ῾Η ἔκτασή του εἶναι μεγαλύτερη κι ἀπό τάδυό ἄλλα μαζί.

    ᾽Εγράφη μετά τό 387 π.Χ. καί ἴσως καί μετά τό 385π.Χ., ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ Πλά-τωνος στήν Αἴτνα τῆς Σικελίας (τό πρῶτο του ταξίδι ἔλη-ξε τό 387 π.Χ) καί στούς Πυθαγορείους φιλοσόφους (με-τενσάρκωση) πού γνώρισε στήν Μεγάλη ῾Ελλάδα. ᾽Ανή-κει ἑπομένως στήν δευτέρα περίοδο τῆς Πλατωνικῆς δη-μιουργίας μαζί μέ τά ἔργα Πολιτική, Συμπόσιον, Θεαίτη-τος, Κρατύλος κ.ἄ.

    Τῆς περιόδου αὐτῆς χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ Πλά-των δέν περιορίζεται στά θέματα τῆς ἠθικῆς, ὅπως ἔκανεὁ Σωκράτης, ἀλλά ἀναζητώντας τήν πρώτη ἀρχή τῶνὄντων χτίζει μεθοδικά τήν θεωρία τῶν ἰδεῶν.

    ᾽Από μορφολογική ἄποψη ὁ Φαίδων εἶναι ἕνας ἔμμε-σος διάλογος. Συγκεκριμένα ἔχουμε δυό συνομιλητές καίσέ κάποιο σημεῖο ὁ ἕνας ἀναλαμβάνει νά μεταφέρη σέ«πλάγιο λόγο» ἕνα διάλογο πού ἄκουσε ἀλλοῦ. ᾽Αραιάκαί πού σχολιάζουν ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἤ κάνουν ἐρωτή-σεις σέ εὐθύ λόγο. ̔ Υπάρχουν καί ἄλλοι Πλατωνικοί διά-λογοι μ’ αὐτή τήν μορφή. ῾Οπωσδήποτε αὐτό τό εὕρημαἐπιτρέπει στόν συγγραφέα νά βάλη στό στόμα τοῦ Σω-κράτους, διάφορες δικές του ἰδέες, φορτώνοντας τήνεὐθύνη γι’ αὐτό στήν ἀξιοπιστία τρίτου προσώπου, τοῦΦαίδωνος, πού ἴσως τότε νά μήν ζοῦσε πιά ἤ νά εἶχε ἐπι-στρέψει στήν πατρίδα του, τήν ᾽Ηλεία, ὅπου ἵδρυσε φι-λοσοφική σχολή. ῾Ο ἴδιος ὁ Πλάτων δηλώνει ἐμφατικά

    7

  • ὅτι ἦταν ἀπών ἀπό αὐτόν τόν διάλογο (Πλάτων δέ, οἶμαι,ἠσθένει. Κεφ. 2).

    ῾Ο διάλογος ὁ εὐθύς μεταξύ ᾽Εχεκράτους καί Φαίδω-νος διεξάγεται στήν Φλιοῦντα, μία πόλη κοντά στό῎Αργος τῆς Πελοποννήσου, ἐνῶ ὁ πλαγίως μεταδιδόμε-νος διάλογος μεταξύ Σωκράτους καί τῶν μαθητῶν τουδιεξάγεται στό δεσμωτήριο τῶν ᾽Αθηνῶν, τήν τελευταίαμέρα τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου σοφοῦ καί μέχρι τῆς δύσεωςτοῦ ἡλίου (ἀκολούθησε ἡ ἐκτέλεσή του).

    Σκοπός τοῦ διαλόγου, ὅπως δηλώνεται ἀπό τόν Σω-κράτη ἐδῶ, εἶναι ἡ παρηγοριά σέ ὅσους κατέχονται ἀπότήν νόσο τοῦ φόβου τοῦ θανάτου («Πολύν λόγον πεποί-ημαι, παραμυθούμενος ἅμα μέν ὑμᾶς, ἅμα δ’ ἐμαυτόν:κεφ. 64)

    Τό κλῖμα τῆς συζητήσεως ἀποδίδεται μέ τά λόγια τοῦΦαίδωνος: «Οὔτε τι τό ἐλεεινόν οὔτε ἡδονή μοι εἰσ[ήει«(δηλ. ἕνα κρᾶμα λύπης καί χαρᾶς). Αὐτό βέβαια ὀφείλε-ται στίς ἰδιάζουσες συνθῆκες κάτω, ἀπό τίς ὁποῖες αὐτήδιεξήχθη.

    Τά πρόσωπα τοῦ διαλόγου:᾽Εχεκράτης: Πυθαγόρειος ἀπό τόν Φλειοῦντα.Φαίδων: Πιστός μαθητής τοῦ Σωκράτους ἀπό τήν ̓Ηλεία.Σωκράτης: (469-399 π.Χ.) ἀπό τόν δῆμον τῆς ᾽Αλωπεκῆς.Κέβης: Πυθαγόρειος ἐκ Θηβῶν καί μαθητής τοῦ Σωκρά-

    τους.Σιμμίας: Πυθαγόρειος «ἐκ Θηβῶν καί μαθητής τοῦ Σω-

    κράτους.Κρίτων: συνομήλικος καί φίλος τοῦ Σωκράτους πιστός

    καί πλούσιος.Ξανθίππη: ἡ σύζυγος τοῦ Σωκράτους.῾Ο Δήμιος: αὐτός πού τοῦ ἔδωσε τό κώνειον.

    ῾Ο τῶν ῞Ενδεκα ὑπηρέτης᾽Απολλόδωρος (μαθητής) βουβά πρόσωπα

    Δομή καί περιεχόμενοΤό ἔργο ἔχει ὑπότιτλο: «Περί ψυχῆς - ἠθικός». ῾Επο-

    μένως θά περιορίζαμε πολύ τό θέμα, ἄν λέγαμε ὅτι θίγειἀποκλειστικά τό πρόβλημα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. ̔Ηφροντίδα τῆς ψυχῆς, ὁ κυρίαρχος ρόλος της πάνω στόσῶμα, ἡ κάθαρση, ἡ θεωρία τῶν ἰδεῶν, ἡ πρέπουσα στά-ση τοῦ φιλοσόφου στήν ζωή καί μπροστά στόν θάνατο,ἡ τύχη τῆς ἀθάνατης ψυχῆς εἶναι μερικά ἀπό τά θιγόμε-να θέματα μέσα στόν διάλογο. ᾽Επειδή δέ τό ἔδαφος δένεἶναι παρθένο, ὁ Σωκράτης καί ὁ Πλάτων «ἔρχονταιἀντιμέτωποι μέ λαϊκές δοξασίες, μύθους καί παραδό-σεις, καθώς καί μέ πολλούς προσωκρατικούς φιλοσό-φους καί σοφιστάς.

    ῾Η διάρθρωση τοῦ διαλόγου.1) Πρόλογος καί εἰσαγωγή.2) Πρῶτο μέρος τοῦ κυρίως διαλόγου.3) δεύτερο μέρος τοῦ κυρίως διαλόγου.4) Τρίτο μέρος τοῦ κυρίως διαλόγου5) ᾽ΕπίλογοςΧάριν τῆς διευκόλυνσης τῶν ἀναγνωστῶν θά δώσου-

    με στή συνέχεια μιά περιληπτική ἀπόδοση τοῦ ἔργου:Στόν Πρόλογο καί τήν εἰσαγωγή (κεφ. 1-4) ὁ ᾽Εχεκρά-

    της ὑποδεχόμενος τόν Φαίδωνα στόν Φλειοῦντα, τόνἐρωτᾶ τί γνωρίζει γιά τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ μεγάλουΣωκράτη. ῾Ο Φαίδων εὐχαρίστως τίς περιγράφει, γιατίἦταν παρών: ῞Οταν ἔλυσε ὁ φύλακας τά δεσμά τοῦ Σω-κράτη, ἐκεῖνος ἔκανε τήν παρατήρηση ὅτι ἡ λύπη καί ἡχαρά καί ὅλα τά ἀντίθετα φέρνουν τό ἕνα τό ἄλλο. Στήν

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    8 9

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • συνέχεια ἐξηγεῖ γιατί συνέθεσε σέ ποιήματα μύθους τοῦΑἰσώπου (ἡ ἐντολή τοῦ θεοῦ στά ὄνειρά του «μουσικήνποίει καί ἐργάζου»).

    Τό Πρῶτο μέρος (κεφ. 5-13) ἀρχίζει μέ σύσταση τοῦΣωκράτη πρός τόν φιλόσοφο Εὔηνον νά τόν ἀκολουθή-ση. Φυσική ἐδῶ εἶναι καί ἡ ἀφορμή νά συζητήσουν γιάτήν ἀποδημία στόν ῞Αδη. Διευκρινίζεται γιατί δέν εἶναισωστό νά αὐτοκτονῆ κανείς, ἀλλά καί γιατί οἱ φιλόσοφοιδιάκεινται εὐνοϊκά πρός τόν θάνατο. ᾽Ακόμα λέει ὁ φι-λόσοφος ποιές εἶναι οἱ προσδοκίες του ἐκεῖ πού θά πάη.Τονίζεται πώς φιλοσοφεῖν=τεθνάναι, δηλαδή χωρισμόςτῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. ῞Οσο γιά τήν γνώση, οἱ αἰσθή-σεις ἀπατοῦν καί μόνο ὁ λογισμός ἐγγυᾶται τήν ἀληθινήγνώση. Τό σῶμα εἶναι ἐμπόδιο στήν γνώση καί ἑπομένωςμόνο διά τοῦ θανάτου ἀποκτᾶται αὐτή. Οἱ φιλοσώματοικαί φιλοχρήματοι καί φιλόδοξοι δέν μπορεῖ νά εἶναιπραγματικά ἀνδρεῖοι καί σώφρονες.

    Στό Δεύτερο μέρος (κεφ. 14-34) ὁ Σωκράτης παρακα-λεῖται νά στηρίξη μέ ἐπιχειρήματα τά λεγόμενά του περίἀθανασίας τῆς ψυχῆς. ῾Ο φιλόσοφος καταφεύγει σέ τρίαἐπιχειρήματα: α) ἐφ’ ὅσον τά ἀντίθετα ἀκολουθοῦνταιἀπό τά ἀντίθετά τους γενικά στήν φύση, εἶναι φυσικό καίἡ ζωή νά προκύπτη ἐκ τοῦ θανάτου καί ὁ θάνατος ἀπότήν ζωή. Γίνεται δηλαδή ἕνα εἶδος ἀνακύκλωσης (κεφ. 15-17)· β) ̓Επανέρχεται στήν παλιά του διδασκαλία ὅτι ἡ μά-θηση εἶναι ἀνάμνηση. Π.χ. ἡ ἰδέα τῆς ἰσότητος μᾶς ἦτανγνωστή πρίν γεννηθοῦμε. ᾽Επισημαίνονται οἱ νόμοι συ-νειρμοῦ, πού λειτουργοῦν κατά τήν ἀνάμνηση, καί ἡ με-τάβαση ἀπό τά αἰσθητά στά νοητά. ᾽Αφοῦ λοιπόν ἡ γνώ-ση τῶν ἰδεῶν προϋπῆρχε τῆς γεννήσεώς μας, ἄρα καί ἡψυχή προϋπῆρχε (κεφ. 18-22)· γ) γιά νά δείξη ὅτι καί με-τά θάνατον ἡ ψυχή ὑπάρχει, συνδυάζει τά δυό προηγού-

    μενα ἐπιχειρήματα (κεφ. 23) καί ἀποκρούει τήν ἄποψηὅτι αὐτή διασκορπίζεται σάν τόν ἄνεμο, καταφεύγονταςστήν ἔννοια τῆς φθορᾶς ὡς γνώρισμα τῶν αἰσθητῶν.᾽Αφοῦ λοιπόν οἱ ἰδέες εἶναι ἄφθαρτες, τό ἴδιο καί ἡ ψυ-χή ὡς συγγενής μ’ αὐτές, καί λόγhω τοῦ ἡγεμονικοῦ ρόλουτης πάνω στό σῶμα (κεφ. 28). Κατόπιν δίνεται μία πρώτηἀπάντηση στήν τύχη τῆς ψυχῆς ἀναλόγως τῆς καθαρό-τητός της: Οἱ φιλόσοφοι κοντά στούς θεούς, οἱ ἄλλοι σέδοκιμασία μετενσάρκωσης (κεφ. 31). Οἱ φιλόσοφοι-φιλο-μαθεῖς εἶναι οἱ πραγματικά ἐλεύθεροι, γαλήνιοι καί θαρ-ραλέοι. ῾Οπωσδήποτε καμμιά ψυχή δέν ἐξανεμίζεται καίχρέος μας ἡ φροντίδα τῆς ψυχῆς (κεφ. 34).

    Τό τρίτο μέρος (κεφ. 35-63), πού εἶναι καί περισσότε-ρο Πλατωνικό, ἀνασκευάζει κάποιες δοξασίες γιά τήνψυχή, πού διατυπώνουν οἱ δυό συνομιλητές τοῦ Σω-κράτους. Μετά ἀπό μία παρατεταμένη σιωπή καί τήνἔκδηλη αἰσιοδοξία τοῦ δασκάλου, ὁ Σιμμίας ὑποβάλλειπρός ἐξέταση τήν ἰδέα ὅτι ἡ ψυχή σέ σχέση πρός τό σῶμαεἶναι ὅπως ἡ ἁρμονία πρός τήν λύρα πού τήν παράγει.Μέ τήν καταστροφή τῆς λύρας ἔρχεται καί τό τέλος τῆςἁρμονίας (Κεφ 36). ῾Ο Κέβης ἐξ ἄλλου ὑποστηρίζει πώς,ἄν καί μακροβιώτερη τοῦ σώματος, ἡ ψυχή μετά ἀπόπολλές γεννήσεις φθείρεται, ὅπως ἕνα ροῦχο. (κεφ 37).Τήν θεωρία τῆς ἁρμονίας τήν ἀντιμετωπίζει ὁ Σωκράτηςἀρχικά μέ τήν θεωρία τῆς ἀναμνήσεως (κεφ. 41). ῎Επειταπαρατηρεῖ ὅτι, ἄν ἡ ἁρμονία δέχεται διαβαθμίσεις, ἡ ψυ-χή μόνο ποιοτικές μεταβολές ἔχει καί ὄχι διαβαθμίσεις.(κεφ. 42). ᾽Ακόμα ὅτι ἡ ψυχή κυβερνᾶ τό σῶμα, ἐνῶ ἡἁρμονία ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὄργανο (κεφ 43). ᾽Επ’ εὐκαι-ρίjα δηλώνει ὅτι καί ὁ ἴδιος ἀναζητοῦσε ἀπό νέος τήνπρώτη αἰτία τῶν ὄντων καί μάλιστα τήν αἰτία τῆςφθορᾶς καί τῆς γένεσης. Περιγράφει λοιπόν τήν περι-

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    10 11

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • πλάνησή του στήν σοφία τῶν διαφόρων φυσικῶν φιλο-σόφων καί ἰδίως τοῦ ̓Αναξαγόρου (κεφ. 46), ὁ ὁποῖος δε-χόταν πώς κάποιος Νοῦς ρυθμίζει τά τοῦ κόσμου. ̔́ Ομωςἀπογοητεύθηκε, ὅταν εἶδε νά ἀναμειγνύη καί φυσικέςδυνάμεις στήν ἀναζήτη τῶν αἰτίων, προκαλώντας σύγχυ-ση καί συσκοτισμό (κεφ. 47). ῾Οπότε ἐστράφη ἀποκλει-στικά στίς λογικές ἔννοιες δεχόμενος ὡς ἀληθινό ὅ,τισυμφωνοῦσε μαζί τους. (κεφ. 48). Μέ βάση ἐκκίνησης τίςἔννοιες τοῦ καλοῦ καί ὡραίου δηλώνει πώς ὅλα τά ἐπίτῆς γῆς μετέχουν στίς ἰδέες πού εἶναι αἰώνιες (κεφ. 49).῞Οπως λοιπόν τά ἀντίθετα δέν μποροῦν νά συνυπάρ-χουν, τό ἴδιο γίνεται καί μέ τά μή ἀντίθετα, πού ὅμωςἔχουν ἀντίθετες ἰδιότητες (π.χ. φωτιά-χιόνι). ῞Ωστε τάπράγματα παρακολουθοῦν τίς ἰδέες (κεφ. 53). ῾Η ψυχήὡς φορέας τῆς ζωῆς δέν χάνει μετά θάνατον αὐτή τήνἰδιότητά της. ῎Αρα ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχη καί γι’ αὐτόεἶναι ἀνώλεθρη καί ἀθάνατη (κεφ. 55). Τό ἴδιο συμβαίνειμέ τόν Θεό καί τίς ἄλλες ἰδέες.

    ῎Ετσι ἀπαντήθηκε καί ἡ ἀντίρρηση τοῦ Κέβη. ᾽Εδῶκρίνει σκόπιμο νά ἀναδιατυπώση τήν τύχη τῶν ψυχῶνμετά θάνατον γιά νά δώση ἔμφαση στό ἠθικό χρέος τῆςκάθαρσης. Οἱ ψυχές στό μακρινό ταξίδι τους ἀκολου-θοῦν ἡ κάθε μιά τόν «καλό της δαίμονα». (κεφ. 57). ̔́ Ομωςπῶς εἶναι ὁ κόσμος; Μετά ἀπό μιά γενική περιγραφή τῆςΓῆς καί τοῦ ἰδανικοῦ ἐπάνω κόσμου, περνάει στό ἐσω-τερικό τῆς Γῆς, ὅπου τέσσερις μεγάλοι ποταμοί ξεκινοῦνκαί χύνονται στήν πελώρια λίμνη τοῦ Ταρτάρου. Εἶναι οἱποταμοί ̓Ωκεανός, ̓Αχέρων, Πυριφλεγέθων καί Κωκυτός.Οἱ ψυχές οἱ καθαρές πηγαίνουν κατ’ εὐθεῖαν κοντάστούς θεούς. Οἱ ἄλλες περνοῦν δοκιμασία στόν ῞Αδη γιάκάθαρση καί οἱ ἀδιόρθωτες καταλήγουν στόν Τάρταρον.Μέ τόν φιλοσοφικό μῦθο τοῦ ῞Αδη καί τήν κρίση τῶν

    ψυχῶν κλείνει ἡ διερεύνηση τοῦ θέματος (κεφ. 57-62). ῾ΟΣωκράτης πηγαίνει νά λουσθῆ ἀφήνοντας παραγγελίαστούς μαθητές γιά χάρη του νά φροντίζουν τήν ψυχήτους. (κεφ. 64). ῾Ο ᾽Επίλογος (κεφ. 64-67) περιλαμβάνειτόν τρόπο πού πῆρε τό κώνειον καί τήν τελευταία τουἐπιθυμία «ἀλεκτρυόνα ὀφείλομεν τhῶ ᾽Ασκληπιhῶ».

    Παρεμπιπτόντως στόν διάλογο θίγονται καί ἄλλα θέ-ματα, ὅπως:

    ῾Η ἐλευθερία τῶν δούλων (κεφ. 7)῾Η περιποίηση τοῦ σώματος (κεφ. 9)῾Η αἰτία τῶν πολέμων (κεφ. 11) ῾Η ἀνδρεία λόγhω φόβου (κεφ. 13) ᾽Αντιμετώπιση τῶν νόσων μέ ἐπωδούς (κεφ. 24)῾Η ταρίχευση στήν Αἴγυπτο (κεφ. 29)Πῶς γίνονται οἱ μισόλογοι ἤ οἱ μισάνθρωποι (κεφ. 39) ῾Η μανία ἐπιβολῆς καταστρέφει τήν ἀλήθεια (κεφ. 40) ῾H παραγωγή τῆς γνώσης (κεφ. 47)῾Ο φύλακας-ἄγγελος τοῦ καθενός (κεφ. 57)῾Η βλάβη ἐκ τοῦ μή καλῶς λέγειν (κεφ. 64)Σεβασμός στά καθιερωμένα ἔθιμα (κεφ. 64)

    * * * *

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    12 13

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • Αἰσθητική προσέγγιση

    ῾Οπωσδήποτε στόν Φαίδωνα τό δραματικό στοιχεῖοτοῦ διαλόγου περιορίζεται σέ σύγκριση μέ τούς διαλό-γους τῆς πρώτης περιόδου τοῦ Πλάτωνος (᾽Εδῶ κυρίωςστόν πρόλογο καί τόν ἐπίλογο, ὅπου ἔχουμε καί δράσηκαί ὄχι μακρυγορίες).

    ῞Ομως ἡ συγκίνηση τῶν μαθητῶν ἐκδηλώνεται σέ διά-σπαρτες φράσεις: ᾽Εκτός ἀπό τόν σπαρακτικό λόγο τῆςΞανθίππης «ὕστατόν σε προσεροῦσι νῦν οἱ ἐπιτήδειοι»διαβάζουμε «Πόθεν ἀγαθόν ἐπhωδόν τῶν τοιούτων ληψό-μεθα, ἐπειδή σύ ἡμᾶς ἀπολείπεις;» (κεφ. 24), καί ἀλλοῦ:«Αὔριον δή ἴσως, ὦ Φαίδων, τάς καλάς ταύτας κόμαςἀποκερεῖ (θά κόψ[ης).

    Καί ἐπίσης ἡ ὑπενθύμιση τοῦ τέλους: «ἕως ἔτι φῶςἐστίν». Καί τελευταία ἔκκληση τοῦ Κρίτωνος: «᾽Αλλά μη-δέν ἐπείγου».

    ῾Ο σεβασμός πρός τά λόγια τοῦ Σωκράτους ὑποδηλώ-νεται στίς παρενθετικές φράσεις μέ τό ῾Ομηρικό «ἦ δ᾽ ὅς».῾Ο δέ σεβασμός τοῦ Σωκράτη πρός τήν ἀλήθεια ἀντικαθι-στᾶ σέ μέγιστο βαθμό τά λεκτικά ρήματα μέ δοξαστικά:εἰκός ἐστί, δοκεῖ, πιστεύω, νομίζω, ἡγοῦμαι, οἴομαι, φρά-σεις ὅπως «ἡ ἐμή ἄνοια», τό μόριο «που» κτλ. ̔́ Oλα μᾶς θυ-μίζουν ἐκεῖνο τό «οὐδέν οἶδα».

    ῾Η Θρησκευτική εὐλάβεια τοῦ φιλοσόφου εἶναι διά-χυτη μέ τίς συχνές ἀναφορές του στό θέλημα τοῦ θεοῦκαί τήν παντοδυναμία του, στήν θεία φώτιση καί προ-στασία, στίς ἐνδείξεις ἀπό τίς ἱερές τελετές καί τά ̓Ορφι-κά μυστήρια καί τάς τριόδους. ᾽Ιδίως ἐκεῖνο τό ᾽Ορφικό«ναρθηκοφόροι μέν πολλοί, βάκχοι δέ παῦροι». (κεφ.13). ῎Ετσι τονίζεται καί ἡ ἱερότητα ἐκείνων τῶν στιγμῶν.Καί βέβαια δέν μποροῦμε νά μήν σταθοῦμε στόν φιλο-

    σοφικό μῦθο τοῦ ῞Αδη μέ τίς ἠθικές προεκτάσεις του(μυθοπλασία).

    Οἱ παρομοιώσεις ἐδῶ εἶναι παρμένες ἀπό φυσικάφαινόμενα, ὅπως ὁ Εὔριπος καί ἡ ἔκκληψη ἡλίου προσ-δίδοντας στούς λόγους του τό κῦρος τῶν φυσικῶν νόμων.Πολύ παραστατική καί παρομοίωση τῆς ἀνταλλαγῆς νο-μισμάτων στήν ἀγορά μέ τό πάρε-δῶσε τῶν ἡδονῶν!῎Αξια προσοχῆς καί τά λεκτικά σχήματα φιλόσοφος-φι-λομαθής

    ἤ φιλόσοφος-φιλοσώματοςκαί Μισάνθρωπος-Μισόλογος.῞Ολα εἶναι μελετημένα καί δέν ὑπάρχει κάτι τό περιτ-

    τό. ᾽Από τό ξεκίνημα τῆς εἰσαγωγῆς ἡ σκηνή πού τόν λύ-νουν ἀπό τά δεσμά του καί ἡ παρατήρηση γιά τά ἀντί-θετα (ἡδύ-ἀλγεινόν) λειτουργοῦν σάν προιοικονομία γιάτήν ἀπόλυση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τήν θεωρία-ἀπόδειξη τῶν ἀντιθέτων. ̔ Η δύση τοῦ ἡλίου συνδυάζεταιμέ τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ φιλοσόφου, ἀλλά καί μέ τήνἀπώλεια γνώσης γιά τούς μαθητές.* Tό λουτρό τοῦ σώ-ματος μέ τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς του προηγήθηκε. ῾ΟΦαίδων δέν εἶναι ἁπλᾶ μία παράθεση φιλοσοφικῶν στο-χασμῶν. Εἶναι καί ἔργο τέχνης, συνεπές πρός τήν φωνήπού ἄκουγε ὁ Σωκράτης στόν ὕπνο του «Μουσικήν ποί-ει καί ἐργάζου».

    * * *

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    14 15

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

    * ῾Η ἀναφορά στά ὠδικά πτηνά (κεφ. 35) προαναγγέλλει τήν θεω-ρία τῆς ψυχῆς-ἁρμονίας πού θά ἀκολουθήση.

  • Σ.Μ. Στήν γλῶσσα τῆς μετάφρασης ἔγιναν – ἐδῶ καί ἐκεῖ κά-

    ποιες ἀποκλίσεις ἀπό τήν κατά λέξη ἀπόδοση. Αὐτό ἔγινε ὥστε νά

    διευκολυνθῆ τό εὐρύτερο ἀναγνωστικό κοινό στήν παρακολού-

    θηση τῶν νοημάτων τοῦ συγγραφέα. Γιά τόν ἴδιο λόγο ἔγιναν καί

    κάποιες παρεμβάσεις στήν στίξη, ὥστε νά ἀποφευχθοῦν κάποιες

    σχοινοτενεῖς περίοδοι.

    Οἱ παῦλες πρός δήλωση τῆς ἐναλλαγῆς τῶν ὁμιλούντων κρί-

    θηκαν ἀναγκαῖες ἐπίσης γιά τήν ἀνετώτερη παρακολούθηση τοῦ

    διαλόγου.

    ΠΛATΩN

    ΦAIΔΩN� περ� ψυ��ς

  • ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ[ἤ περί ψυχῆς, ἠθικός]

    57.a ΕΧ. Αὐτός, ὦ Φαίδων, παρεγένου Σωκράτει ἐκείν+η τ+ῆἡμέρ+α +ἧ τὸ φάρμακον ἔπιεν ἐν τ+ῶ δεσμωτηρί+ω, ἢ ἄλλου του ἤκου-σας;

    ΦΑΙΔ. Αὐτός, ὦ ̓Εχέκρατες. ΕΧ. Τί οὖν δή ἐστιν ἅττα εἶπεν ὁ ἀνὴρ πρὸ τοῦ θανάτου; καὶ πῶς

    ἐτελεύτα; ἡδέως γὰρ ἂν ἐγὼ ἀκούσαιμι. καὶ γὰρ οὔτε [τῶν πολιτῶν]Φλειασίων οὐδεὶς πάνυ τι ἐπιχωριάζει τὰ νῦν ̓Αθήναζε, οὔτε τις ξέ-νος ἀφῖκται χρόνου συχνοῦ 57.b ἐκεῖθεν ὅστις ἂν ἡμῖν σαφές τιἀγγεῖλαι οἷός τ᾽ ἦν περὶ τούτων, πλήν γε δὴ ὅτι φάρμακον πιὼν ἀπο-θάνοι· τῶν δὲ ἄλλων οὐδὲν εἶχεν φράζειν. 58.a

    ΦΑΙΔ. Οὐδὲ τὰ περὶ τῆς δίκης ἄρα ἐπύθεσθε ὃν τρόπον ἐγένετο; ΕΧ. Ναί, ταῦτα μὲν ἡμῖν ἤγγειλέ τις, καὶ ἐθαυμάζομέν γε ὅτι πά-

    λαι γενομένης αὐτῆς πολλ+ῶ ὕστερον φαίνεται ἀποθανών. τί οὖν ἦντοῦτο, ὦ Φαίδων;

    ΦΑΙΔ. Τύχη τις αὐτ+ῶ, ὦ ̓Εχέκρατες, συνέβη· ἔτυχεν γὰρ τ+ῆ προ-τεραί+α τῆς δίκης ἡ πρύμνα ἐστεμμένη τοῦ πλοίου ὃ εἰς Δῆλον ̓Αθη-ναῖοι πέμπουσιν.

    ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ[ἤ περί ψυχῆς, ἠθικός]

    Τά τοῦ διαλόγου πρόσωπα: ᾽Εχεκράτης, Φαίδων, ᾽Απολλόδω-ρος, Σωκράτης, Κέβης, Σιμμίας, Κρίτων, ὁ τῶν ̔́ Ενδεκα ὑπηρέτης.

    ΕΧ. ̓́ Ησουν παρών αὐτοπροσώπως, Φαίδων, κοντά στόν Σωκράτηἐκείνη τήν ἡμέρα, πού ἤπιε τό φάρμακο στήν φυλακή, ἤ ἀπόκάποιον ἄλλο τό ἤκουσες;

    ΦΑΙΔ. ̔Ο ἴδιος, ̓Εχεκράτη.ΕΧ. Ποιά εἶναι λοιπόν τά λόγια πού εἶπε ὁ ἄνδρας πρίν πεθάνη;

    Καί πῶς πέθανε; Γιατί ἐγώ θά τά ἄκουγα εὐχαρίστως. ᾽Επειδήοὔτε κανένας συμπολίτης μου Φλειάσιος1 αὐτή τήν ἐποχή δια-μένει στήν ᾽Αθήνα, οὔτε κανένας ξένος ἔχει ἔλθει ἀπό ἐκεῖ, ἐδῶκαί ἀρκετόν καιρό, ὥστε νά μπορῆ νά μᾶς δώση κάποια σαφῆπληροφορία γι’ αὐτά, ἐκτός τοῦ ὅτι πέθανε πίνοντας τό κώνει-ον2· ἀπό τά ἄλλα δέν ἤξερε τίποτα νά μᾶς πῆ.

    ΦΑΙΔ. Οὔτε τά σχετικά μέ τήν δίκη ἑπομένως δέν πληροφορηθή-κατε, μέ ποιόν δηλαδή τρόπο διεξήχθη αὐτή;

    ΕΧ. Ναί, αὐτά μέν μᾶς τά πληροφόρησε κάποιος, καί ἀπορούσαμεἐμεῖς τοὐλάχιστον πού, ἐνῶ ἡ δίκη διεξήχθη πρό πολλῶνἡμερῶν, αὐτός φαίνεται πώς πέθανε πολύ ἀργότερα. Πῶς ἔγινεαὐτό, Φαίδων;

    ΦΑΙΔ. Τοῦ συνέβη κάποιο τυχαῖο γεγονός, ᾽Εχεκράτη. Γιατί ἔτυχετήν προηγούμενη μέρα τῆς δίκης νά εἶναι στεφανωμένη ἡ πρύ-μνη τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο στέλνουν οἱ ̓Αθηναῖοι στήν Δῆλο.3

    18 19

  • ΕΧ. Τοῦτο δὲ δὴ τί ἐστιν; ΦΑΙΔ. Τοῦτ᾽ ἔστι τὸ πλοῖον, ὥς φασιν ᾽Αθηναῖοι, ἐν +ὧ Θησεύς

    ποτε εἰς Κρήτην τοὺς δὶς ἑπτὰ ἐκείνους +ὤχετο 58.b ἄγων καὶ ἔσωσέτε καὶ αὐτὸς ἐσώθη. τ+ῶ οὖν ̓ Απόλλωνι ηὔξαντο ὡς λέγεται τότε, εἰσωθεῖεν, ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον· ἣν δὴ ἀεὶ καὶνῦν ἔτι ἐξ ἐκείνου κατ᾽ ἐνιαυτὸν τ+ῶ θε+ῶ πέμπουσιν. ἐπειδὰν οὖνἄρξωνται τῆς θεωρίας, νόμος ἐστὶν αὐτοῖς ἐν τ+ῶ χρόν+ω τούτ+ω κα-θαρεύειν τὴν πόλιν καὶ δημοσί+α μηδένα ἀποκτεινύναι, πρὶν ἂν εἰςΔῆλόν τε ἀφίκηται τὸ πλοῖον καὶ πάλιν δεῦρο· τοῦτο δ᾽ ἐνίοτε ἐνπολλ+ῶ χρόν+ω γίγνεται, ὅταν τύχωσιν ἄνεμοι 58.c ἀπολαβόντεςαὐτούς. ἀρχὴ δ᾽ ἐστὶ τῆς θεωρίας ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῦ ᾽Απόλλω-νος στέψ+η τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου· τοῦτο δ᾽ ἔτυχεν, ὥσπερ λέγω,τ+ῆ προτεραί+α τῆς δίκης γεγονός. διὰ ταῦτα καὶ πολὺς χρόνος ἐγέ-νετο τ+ῶ Σωκράτει ἐν τ+ῶ δεσμωτηρί+ω ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦθανάτου.

    ΕΧ. Τί δὲ δὴ τὰ περὶ αὐτὸν τὸν θάνατον, ὦ Φαίδων; τί ἦν τὰ λε-χθέντα καὶ πραχθέντα, καὶ τίνες οἱ παραγενόμενοι τῶν ἐπιτηδείωντ+ῶ ἀνδρί; ἢ οὐκ εἴων οἱ ἄρχοντες παρεῖναι, ἀλλ᾽ ἔρημος ἐτελεύταφίλων;

    58.d ΦΑΙΔ. Οὐδαμῶς, ἀλλὰ παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε. ΕΧ. Ταῦτα δὴ πάντα προθυμήθητι ὡς σαφέστατα ἡμῖν ἀπαγ-

    γεῖλαι, εἰ μή τίς σοι ἀσχολία τυγχάνει οὖσα. ΦΑΙΔ. ̓ Αλλὰ σχολάζω γε καὶ πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι· καὶ

    γὰρ τὸ μεμνῆσθαι Σωκράτους καὶ αὐτὸν λέγοντα καὶ ἄλλου ἀκούο-ντα ἔμοιγε ἀεὶ πάντων ἥδιστον.

    ΕΧ. ̓ Αλλὰ μήν, ὦ Φαίδων, καὶ τοὺς ἀκουσομένους γε τοιούτουςἑτέρους ἔχεις· ἀλλὰ πειρῶ ὡς ἂν δύν+η ἀκριβέστατα διεξελθεῖν πά-ντα. 58.e

    ΦΑΙΔ. Καὶ μὴν ἔγωγε θαυμάσια ἔπαθον παραγενόμενος. οὔτεγὰρ ὡς θανάτ+ω παρόντα με ἀνδρὸς ἐπιτηδείου ἔλεος εἰσ+ήει·

    ΕΧ. Τί εἶναι πάλι ἐτοῦτο;ΦΑΙΔ. Εἶναι τό πλοῖο, μέ τό ὁποῖο, ὅπως λένε οἱ ̓Αθηναῖοι, ἐπῆγε ὁ

    Θησέας κάποτε στήν Κρήτη ἐπικεφαλῆς δεκατεσσάρων νέωνκαί τούς ἔσωσε καί ὁ ἴδιος σώθηκε. ῎Εταξε λοιπόν, ὅπως λέγε-ται, στόν ̓Απόλλωνα τότε, ἄν σωθῆ, νά στέλνη κάθε χρόνο θεω-ρία στήν Δῆλο. Αὐτήν τήν θωρία ἀπό τότε ὥς τώρα ἀκόμα στέλ-νουν συνεχῶς πρός τιμήν τοῦ Θεοῦ. ῾Yπάρχει λοιπόν νόμος σ’αὐτούς, ἀπό τήν στιγμή πού θά ἀρχίση ἡ θεωρία σ’ ὅλο αὐτό τόδιάστημα ἡ πόλη νά μένη καθαρή καί κανέναν νά μήν ἐκτελοῦνδημόσια, πρίν πάη καί ἐπιστρέψη τό πλοῖο· κάποτε αὐτό τόταξίδι διαρκεῖ πολύ καιρό, ὅταν συμβῆ νά τούς ἐμποδίσουνἄνεμοι. ῾Η ἀρχή τῆς θεωρίας εἶναι ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἱερέαςθά στεφανώση τήν πρύμνα τοῦ πλοίου. Αὐτό ἀκριβῶς, ὅπωςσᾶς λέω, ἔτυχε νά γίνη τήν προηγούμενη μέρα τῆς δίκης. Γι’αὐτό καί πέρασε πολύ καιρό4 ὁ Σωκράτης στήν φυλακή μεταξύτῆς δίκης καί τοῦ θανάτου του.

    ΕΧ. Καί τά σχετικά μέ τόν θάνατόν του, Φαίδων; Τί ἐλέχθη ἤ ἔγινεκαί ποιοί φίλοι βρέθηκαν κοντά στόν ἄνδρα; ̓́ Η δέν ἐπέτρεπανοἱ ὑπεύθυνοι νά παρευρεθοῦν καί πέθανε μόνος μακριά ἀπότούς φίλους του;

    ΦΑΙΔ. Καθόλου. Παρευρέθηκαν κάποιοι καί πολλοί μάλιστα. ΕΧ. ̔́ Ολα αὐτά κάνε μας τήν χάρη νά θελήσης νά μᾶς τά πῆς, ἄν δέν

    ἔχης κάποια ἀσχολία.ΦΑΙΔ. ῎Εχω ἐλεύθερο χρόνο καί θά προσπαθήσω νά σᾶς τά ἀφη-

    γηθῶ. Γιατί, τό νά θυμᾶμαι τόν Σωκράτη εἴτε ἐγώ ὁ ἴδιος μιλώ-ντας περί αὐτοῦ εἴτε ἀκούγοντας ἄλλον νά μιλάη γι’ αὐτόν,εἶναι γιά μένα τοὐλάχιστον τό πιό εὐχάριστο πρᾶγμα.

    ΕΧ. ̓Αλλά βέβαια, Φαίδων, ὅμοιοι μέ σένα εἶναι κι αὐτοί πού θά σέἀκούσουν, προσπάθησε ὅμως νά μᾶς τά διηγηθῆς ὅλα μέ ὅσηἀκρίβεια μπορεῖς.

    ΦΑΙΔ. Καί ἐγώ βέβαια πού παρευρέθηκα ἤμουν σέ μιά περίεργηψυχική κατάσταση. Οὔτε δηλαδή μέ κυρίευσε συμπόνια, ἄν καίἤμουν παρών στόν θάνατο φίλου.

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    20 21

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • εὐδαίμων γάρ μοι ἁνὴρ ἐφαίνετο, ὦ ̓Εχέκρατες, καὶ τοῦ τρόπου καὶτῶν λόγων, ὡς ἀδεῶς καὶ γενναίως ἐτελεύτα, ὥστε μοι ἐκεῖνον παρί-στασθαι μηδ᾽ εἰς ῞Αιδου ἰόντα ἄνευ θείας μοίρας ἰέναι, ἀλλὰ καὶἐκεῖσε ἀφικόμενον εὖ πράξειν 59.a εἴπερ τις πώποτε καὶ ἄλλος. διὰδὴ ταῦτα οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεινὸν εἰσ+ήει, ὡς εἰκὸς ἂν δόξειεν εἶναιπαρόντι πένθει, οὔτε αὖ ἡδονὴ ὡς ἐν φιλοσοφί+α ἡμῶν ὄντων ὥσπερεἰώθεμεν –καὶ γὰρ οἱ λόγοι τοιοῦτοί τινες ἦσαν– ἀλλ᾽ ἀτεχνῶς ἄτο-πόν τί μοι πάθος παρῆν καί τις ἀήθης κρᾶσις ἀπό τε τῆς ἡδονῆς συ-γκεκραμένη ὁμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς λύπης, ἐνθυμουμέν+ω ὅτι αὐτίκαἐκεῖνος ἔμελλε τελευτᾶν. καὶ πάντες οἱ παρόντες σχεδόν τι οὕτωδιεκείμεθα, τοτὲ μὲν γελῶντες, ἐνίοτε δὲ δακρύοντες, εἷς δὲ ἡμῶνκαὶ διαφερόντως, ̓Απολλόδωρος 59.b οἶσθα γάρ που τὸν ἄνδρα καὶτὸν τρόπον αὐτοῦ.

    ΕΧ. Πῶς γὰρ οὔ; ΦΑΙΔ. ᾽Εκεῖνός τε τοίνυν παντάπασιν οὕτως εἶχεν, καὶ αὐτὸς

    ἔγωγε ἐτεταράγμην καὶ οἱ ἄλλοι. ΕΧ. ̓́ Ετυχον δέ, ὦ Φαίδων, τίνες παραγενόμενοι; ΦΑΙΔ. Οὗτός τε δὴ ὁ ᾽Απολλόδωρος τῶν ἐπιχωρίων παρῆν καὶ

    Κριτόβουλος καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἔτι ῾Ερμογένης καὶ ᾽Επιγένηςκαὶ Αἰσχίνης καὶ ̓Αντισθένης· ἦν δὲ καὶ Κτήσιππος ὁ Παιανιεὺς καὶΜενέξενος καὶ ἄλλοι τινὲς τῶν ἐπιχωρίων. Πλάτων δὲ οἶμαι ἠσθέ-νει. ΕΧ. Ξένοι δέ τινες παρῆσαν;

    59.c ΦΑΙΔ. Ναί, Σιμμίας τέ γε ὁ Θηβαῖος καὶ Κέβης καὶ Φαιδών-δης καὶ Μεγαρόθεν Εὐκλείδης τε καὶ Τερψίων.

    ΕΧ. Τί δέ; ᾽Αρίστιππος καὶ Κλεόμβροτος παρεγένοντο; ΦΑΙΔ.Οὐ δῆτα· ἐν Αἰγίν+η γὰρ ἐλέγοντο εἶναι.

    ᾽Επειδή μοῦ φαινόταν εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος, ᾽Εχεκράτη,ἀπό τήν συμπεριφορά καί τούς λόγους του, ὅτι ἄφοβα καί γενναῖαπέθαινε, ὥστε νά μοῦ δίνη τήν ἐντύπωση ὅτι πήγαινε στόν ̔́ Αδη ὄχιχωρίς θεία βούληση, ἀλλά πώς θά εὐτυχήση καί ἐκεῖ, ὅταν φθάση,περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον. ᾽Ακριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν μέκυρίευσε καθόλου κάποια λύπη, ὅπως, φυσικά θά φαινόταν λογι-κό νά ἔχη ἕνας πού παρευρίσκεται σέ πένθος· οὔτε πάλι εἶναιἀγαλλίαση, ἀφοῦ φιλοσοφούσαμε, ὅπως συνηθίζαμε· γιατί καί οἱσυζητήσεις μας ἦσαν τέτοιες· ἀλλά μέ κυρίευσε πλήρως μιά παρά-ξενη διάθεση καί μιά ἀσυνήθιστη ἀνάμειξη χαρᾶς καί λύπης, ἐπει-δή σκεπτόμουν ὅτι ἐκεῖνος ἐπρόκειτο νά πεθάνη σέ λίγο. Καί ὅλοιοἱ παρευρισκόμενοι σχεδόν εἴχαμε τό ἴδιο συναίσθημα, πότε μένγελώντας, ἄλλοτε δέ κλαίγοντας, μάλιστα ἕνας ἀπό ἐμᾶς ὑπερβο-λικά, ὁ ᾽Απολλόδωρος· τόν ξέρεις βέβαια τόν ἄνδρα καί τόν χαρα-κτήρα του, νομίζω.ΕΧ. Πῶς ὄχι;ΦΑΙΔ. ᾽Εκεῖνος λοιπόν κυριολεκτικά θρηνοῦσε καί ἐγώ καί οἱ

    ἄλλοι καταληφθήκαμε ἀπό μιά ταραχή.ΕΧ. Ποιοί παρευρέθηκαν Φαίδων;ΦΑΙΔ. ̓Από τούς ἐντόπιους αὐτός ὁ ̓Απολλόδωρος ἦταν ἐκεῖ καί ὁ

    Κριτόβουλος καί ὁ πατέρας του, ὁ Κρίτων, καί ἀκόμα ὁ ̔Eρμο-γένης καί ὁ ᾽Επιγένης καί ὁ Αἰσχίνης καί ὁ ᾽Αντισθένης. ῏Ητανκαί ὁ Κτήσιππος ὁ Παιανεύς καί ὁ Μενέξενος καί μερικοί ἄλλοιἀπό τούς ντόπιους· ὁ Πλάτων, νομίζω, ἦταν ἄρρωστος.

    ΕΧ. ̓Από ἄλλα μέρη παρευρίσκοντο κάποιοι;ΦΑΙΔ. Ναί. Καί ὁ Σιμμίας ὁ Θηβαῖος καί ὁ Κέβης5 καί ὁ Φαιδωνίδης

    καί ἀπό τά Μέγαρα ὁ Εὐκλείδης καί ὁ Τεριγίων.ΕΧ. Μπά! ̔Ο ̓Αρίστιππος καί ὁ Κλεόμβροτος παρευρέθησαν;ΦΑΙΔ. ̓́ Οχι, βέβαια. ̓́ Ελεγαν πώς εἶναι στήν Αἴγινα.

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    22 23

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • ΕΧ. ̓́ Αλλος δέ τις παρῆν; ΦΑΙΔ. Σχεδόν τι οἶμαι τούτους παραγενέσθαι. ΕΧ. Τί οὖν δή; τίνες φ+ὴς ἦσαν οἱ λόγοι; ΦΑΙΔ. ̓ Εγώ σοι ἐξ ἀρχῆς πάντα πειράσομαι διηγήσα 59.d σθαι.

    ἀεὶ γὰρ δὴ καὶ τὰς πρόσθεν ἡμέρας εἰώθεμεν φοιτᾶν καὶ ἐγὼ καὶ οἱἄλλοι παρὰ τὸν Σωκράτη, συλλεγόμενοι ἕωθεν εἰς τὸ δικαστήριονἐν +ὧ καὶ ἡ δίκη ἐγένετο· πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου. περιεμέ-νομεν οὖν ἑκάστοτε ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον, διατρίβοντεςμετ᾽ ἀλλήλων, ἀνε+ώγετο γὰρ οὐ πρ+ώ· ἐπειδὴ δὲ ἀνοιχθείη, εἰσ+ῆμενπαρὰ τὸν Σωκράτη καὶ τὰ πολλὰ διημερεύομεν μετ᾽ αὐτοῦ. καὶ δὴκαὶ τότε πρ+ωαίτερον συνελέγημεν· τ+ῆ γὰρ προτεραί+α [ἡμέρ+α] 59.eἐπειδὴ ἐξήλθομεν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου ἑσπέρας, ἐπυθόμεθα ὅτι τὸπλοῖον ἐκ Δήλου ἀφιγμένον εἴη. παρηγγείλαμεν οὖν ἀλλήλοις ἥκεινὡς πρ+ωαίτατα εἰς τὸ εἰωθός. καὶ ἥκομεν καὶ ἡμῖν ἐξελθὼν ὁ θυρω-ρός, ὅσπερ εἰώθει ὑπακούειν, εἶπεν περι μένειν καὶ μὴ πρότερονπαριέναι ἕως ἂν αὐτὸς κελεύσ+η· Λύουσι γάρ, ἔφη, οἱ ἕνδεκα Σω-κράτη καὶ παραγγέλλουσιν ὅπως ἂν τ+ῆδε τ+ῆ ἡμέρ+α τελευτ+ᾶ. οὐπολὺν δ᾽ οὖν χρόνον ἐπισχὼν ἧκεν καὶ ἐκέλευεν ἡμᾶς εἰσιέναι.εἰσιόντες οὖν 60.a κατελαμβάνομεν τὸν μὲν Σωκράτη ἄρτι λελυμέ-νον, τὴν δὲ Ξανθίππην –γιγνώσκεις γάρ– ἔχουσάν τε τὸ παιδίοναὐτοῦ καὶ παρακαθημένην. ὡς οὖν εἶδεν ἡμᾶς ἡ Ξανθίππη, ἀνηυφήμησέ τε καὶ τοιαῦτ᾽ ἄττα εἶπεν, οἷα δὴ εἰώθασιν αἱ γυναῖκες, ὅτι῏Ω Σώκρατες, ὕστατον δή σε προσεροῦσι νῦν οἱ ἐπιτήδειοι καὶ σὺτούτους. καὶ ὁ Σωκράτης βλέψας εἰς τὸν Κρίτωνα, ̓͂ Ω Κρίτων, ἔφη,ἀπαγέτω τις αὐτὴν οἴκαδε. Καὶ ἐκείνην μὲν ἀπῆγόν τινες τῶν τοῦΚρίτωνος βοῶσάν 60.b τε καὶ κοπτομένην· ὁ δὲ Σωκράτης ἀνακα-θιζόμενος εἰς τὴν κλίνην

    ΕΧ. Κανένας ἄλλος ἦταν παρών;ΦΑΙΔ. Σχεδόν αὐτοί, νομίζω, ἦσαν πού παρευρέθησαν.ΕΧ. Τί ἔγινε λοιπόν; Ποιές ἦσαν οἱ συζητήσεις, πού λές;ΦΑΙΔ. Θά προσπαθήσω νά σοῦ τά διηγηθῶ ὅλα ἀπό τήν ἀρχή. Δη-

    λαδή ἐγώ καί οἱ ἄλλοι συνεχῶς καί τίς προηγούμενες ἡμέρεςσυνηθίζαμε νά ἐπισκεπτόμασθε τόν Σωκράτη, ὅλοι μαζί ἀπότήν αὐγή στό δικαστήριο,6 ὅπου ἔγινε καί ἡ δίκη· ἐπειδή ἦτανκοντά στήν φυλακή. Κάθε φορά λοιπόν περιμέναμε μέχρι νάἀνοίξη ἡ φυλακή, συζητώντας μεταξύ μας. Γιατί ἄνοιγε κάπωςἀργά. ῞Οταν δέ ἄνοιγε, μπαίναμε καί πηγαίναμε κοντά στό Σω-κράτη καί τόν πιό πολύ καιρό τῆς ἡμέρας τόν περνούσαμε μαζίτου. Καί ἰδίως ἐκείνη τήν ἡμέρα μαζευτήκαμε ἀκόμα πιό νωρίς.Γιατί τήν προηγούμενη μέρα, ὅταν βγήκαμε ἀπό τήν φυλακή τόβράδυ, πληροφορηθήκαμε ὅτι τό πλοῖο εἶχε φθάσει ἀπό τήνΔῆλο. Εἴπαμε λοιπόν μεταξύ μας νά ἔρθουμε ὅσο τό δυνατόνπιό νωρίς στό συνηθισμένο μέρος. Καί ἤρθαμε καί ἀφοῦ βγῆκεὁ θυρωρός, πού συνήθως μᾶς ἔκανε τήν χάρη, εἶπε νά περιμέ-νουμε καί νά μήν περάσουμε μέσα, μέχρις ὅτου μᾶς καλέσηἐκεῖνος. ᾽Επειδή, εἶπε, «οἱ ῞Ενδεκα» βγάζουν τίς ἁλυσίδες7 τοῦΣωκράτη καί δίνουν τήν ἐντολή νά ἐκτελεσθῆ σήμερα. ᾽Αφοῦλοιπόν περίμενε λίγο, ἦρθε καί μας εἶπε νά περάσουμε μέσα.῞Οταν μπήκαμε, βρήκαμε τόν Σωκράτη μόλις πρό ὀλίγου λυμέ-νον, τήν δέ Ξανθίππη8 –τήν ξέρεις βέβαια– νά κάθεται πλάϊ του– κρατώντας τό μικρό τους παιδί.

    Μόλις μᾶς εἶδε λοιπόν ἡ Ξανθίππη, ἔβαλε τίς φωνές λέγο-ντας περίπου ὅ,τι συνηθίζουν οἱ γυναῖκες σέ τέτοιες περιστά-σεις, δηλαδή. «Σωκράτη, οἱ φίλοι σου τώρα θά σέ χαιρετίσουνγιά τελευταία φορά καί σύ αὐτούς» καί ὁ Σωκράτης κυττάζο-ντας τόν Κρίτωνα: «Κρίτων, εἶπε, ἄς τήν ὁδηγήση κάποιος στόσπίτι». Καί τότε κάποιοι ἄνθρωποι τοῦ Κρίτωνος9 τήν ἀπομά-κρυναν, ἐνῶ ἐκείνη σπάραζε καί θρηνοῦσε· ὁ δέ Σωκράτης,ἀφοῦ ἀνακάθισε στό κρεββάτι του

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    24 25

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • συνέκαμψέ τε τὸ σκέλος καὶ ἐξέτριψε τ+ῆ χειρί, καὶ τρίβων ἅμα, ̔ Ωςἄτοπον, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἔοικέ τι εἶναι τοῦτο ὃ καλοῦσιν οἱ ἄνθρωποιἡδύ· ὡς θαυμασίως πέφυκε πρὸς τὸ δοκοῦν ἐναντίον εἶναι, τὸ λυπη-ρόν, τὸ ἅμα μὲν αὐτὼ μὴ ᾽θέλειν παραγίγνεσθαι τ+ῶ ἀνθρώπ+ω, ἐὰνδέ τις διώκ+η τὸ ἕτερον καὶ λαμβάν+η, σχεδόν τι ἀναγκάζεσθαι ἀεὶλαμβάνειν καὶ τὸ ἕτερον, ὥσπερ ἐκ μιᾶς κορυφῆς ἡμμένω 60.c δύ᾽ὄντε. καί μοι δοκεῖ, ἔφη, εἰ ἐνενόησεν αὐτὰ Αἴσωπος, μῦθον ἂν συν-θεῖναι ὡς ὁ θεὸς βουλόμενος αὐτὰ διαλλάξαι πολεμοῦντα, ἐπειδὴοὐκ ἐδύνατο, συνῆψεν εἰς ταὐτὸν αὐτοῖς τὰς κορυφάς, καὶ διὰταῦτα +ὧ ἂν τὸ ἕτερον παραγένηται ἐπακολουθεῖ ὕστερον καὶ τὸἕτερον. ὥσπερ οὖν καὶ αὐτ+ῶ μοι ἔοικεν· ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἦνἐν τ+ῶ σκέλει τὸ ἀλγεινόν, ἥκειν δὴ φαίνεται ἐπακολουθοῦν τὸ ἡδύ.῾Ο οὖν Κέβης ὑπολαβών, Νὴ τὸν Δία, ὦ Σώκρατες, ἔφη, εὖ γ᾽ ἐποίη-σας ἀναμνήσας με. περὶ γάρ τοι τῶν 60.d ποιημάτων ὧν πεποίηκαςἐντείνας τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους καὶ τὸ εἰς τὸν ᾽Απόλλω προοί-μιον καὶ ἄλλοι τινές με ἤδη ἤροντο, ἀτὰρ καὶ Εὔηνος πρ+ώην, ὅτιποτὲ διανοηθείς, ἐπειδὴ δεῦρο ἦλθες, ἐποίησας αὐτά, πρότερονοὐδὲν πώποτε ποιήσας. εἰ οὖν τί σοι μέλει τοῦ ἔχειν ἐμὲ Εὐήν+ω ἀπο-κρίνασθαι ὅταν με αὖθις ἐρωτ+ᾶ –εὖ οἶδα γὰρ ὅτι ἐρήσεται– εἰπὲ τίχρὴ λέγειν. Λέγε τοίνυν, ἔφη, αὐτ+ῶ, ὦ Κέβης, τἀληθῆ, ὅτι οὐκἐκείν+ω βουλόμενος οὐδὲ τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ ἀντίτεχνος 60.eεἶναι ἐποίησα ταῦτα –+ἤδη γὰρ ὡς οὐ ῥ+άδιον εἴη– ἀλλ᾽ ἐνυπνίωντινῶν ἀποπειρώμενος τί λέγοι, καὶ ἀφοσιούμενος εἰ ἄρα πολλάκιςταύτην τὴν μουσικήν μοι ἐπιτάττοι ποιεῖν.

    καί λύγισε τό πόδι του, τό ἔτριψε μέ τό χέρι του καί καθώς τόἔτριβε εἶπε: «Πόσο περίεργο, φίλοι μου, φαίνεται νά εἶναι αὐτόπού ὀνομάζουν οἱ ἄνθρωποι εὐχάριστο· πόσο παράξενη σχέσηἔχει πρός αὐτό πού θεωρεῖται ἀντίθετό του, δηλ. τό δυσάρε-στο, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι αὐτά τά δυό δέν θέλουν νά ἔρχωνταιμαζί στόν ἄνθρωπο, ἐάν δέ κάποιος ἐπιδιώκη τό ἕνα καί τόἀπολαμβάνη, σχεδόν νά εἶναι ἀναγκασμένος νά λάβη καί τόἄλλο, ἀκριβῶς σάν νά ἦταν δυό διαφορετικά πράγματα ἑνωμέ-να ἀπό τήν ἴδια κορυφή». Καί μου φαίνεται, εἶπε, «ἄν τά εἶχεκαταλάβη αὐτά ὁ Αἴσωπος,10 θά συνέθετε μῦθο, πώς ὁ θεός θέ-λοντας νά τά συμφιλιώση, ἐπειδή πολεμοῦσαν μεταξύ τους, μιάπού αὐτό ἦταν ἀδύνατον, ἕνωσε τίς κορυφές τους στό ἴδιο ση-μεῖο, καί γι’ αὐτό, σ’ ὅποιον παρουσιασθῆ τό ἕνα, ὕστερα ἔρχε-ται σάν ἐπακόλουθο καί τό ἄλλο. ̓́ Ετσι ἀκριβῶς ἔνοιωσα κι ἐγώὁ ἴδιος. ̓Επειδή προηγουμένως εἶχαν τόν πόνο τά δυό μου πόδιαἀπό τίς ἁλυσίδες, φαίνεται τώρα πώς ἔρχεται σάν ἐπακόλουθοἡ εὐχαρίστηση (τῆς ἀποδέσμευσης)».Καί ὁ Κέβης παρεμβαίνοντας, «Μά τόν Δία», εἶπε, ἔκανες καλά

    Σωκράτη, πού μοῦ τό θύμισες. Γιατί σχετικά μέ τά ποιήματα πούσυνέθεσες ἀποδίδοντας ἐμμέτρως τούς μύθους τοῦ Αἰσώπου καίτό προοίμιον εἰς τόν ̓Απόλλωνα μέ ρώτησαν μερικοί ἄλλοι, καί μά-λιστα πρό ὀλίγου ὁ Εὔηνος,11 μέ ποιό σκεπτικό τά συνέθεσες, ἀφ’ὅτου ἦλθες ἐδῶ, ἐνῶ προηγουμένως ποτέ μέχρι τώρα δέν εἶχεςγράψει ποιήματα. ῎Αν λοιπόν σέ ἐνδιαφέρη νά εἶμαι σέ θέση νάἀπαντῶ στόν Εὔηνο, ὅταν θά μέ ξαναρωτήση –γιατί τό ξέρω καλάπώς θά μέ ρωτήση– πές, τί πρέπει νά ἀποκριθῶ«.

    ~«Πές του Κέβη», εἶπε, «τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή δέν τά συνέ-θεσα θέλοντας νά ἀνταγωνισθῶ αὐτόν καί τά ποιήματά του –ἀφοῦἤξερα πώς δέν ἦταν εὔκολο– ἀλλά θέλοντας νά ἑρμηνεύσω κάποιαὄνειρα,12 τί θέλουν νά ποῦν, καί θέλοντας νά φανῶ εὐσεβής, σέ πε-ρίπτωση πού ἐπανειλημμένα μοῦ δίνουν ἐντολή νά ἀσχοληθῶ μ’αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν μουσική13·

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    26 27

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • ἦν γὰρ δὴ ἄττα τοιάδε· πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ ἐνύπνιον ἐν τ+ῶπαρελθόντι βί+ω, ἄλλοτ᾽ ἐν ἄλλ+η ὄψει φαινό μενον, τὰ αὐτὰ δὲ λέ-γον, ῏Ω Σώκρατες, ἔφη, μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου. καὶ ἐγὼ ἔν γετ+ῶ πρόσθεν χρόν+ω ὅπερ ἔπραττον τοῦτο ὑπελάμβανον αὐτό μοι πα-ρακελεύεσθαί τε 61.a καὶ ἐπικελεύειν, ὥσπερ οἱ τοῖς θέουσι διακε-λευόμενοι, καὶ ἐμοὶ οὕτω τὸ ἐνύπνιον ὅπερ ἔπραττον τοῦτο ἐπικε-λεύειν, μουσικὴν ποιεῖν, ὡς φιλοσοφίας μὲν οὔσης μεγίστης μουσικῆς, ἐμοῦ δὲ τοῦτο πράττοντος. νῦν δ᾽ ἐπειδὴ ἥ τε δίκη ἐγένετο καὶ ἡτοῦ θεοῦ ἑορτὴ διεκώλυέ με ἀποθν+ήσκειν, ἔδοξε χρῆναι, εἰ ἄραπολλάκις μοι προστάττοι τὸ ἐνύπνιον ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴνποιεῖν, μὴ ἀπειθῆσαι αὐτ+ῶ ἀλλὰ ποιεῖν· ἀσφαλέστερον γὰρ εἶναιμὴ ἀπιέναι πρὶν ἀφοσιώ 61.b σασθαι ποιήσαντα ποιήματα [καὶ] πι-θόμενον τ+ῶ ἐνυπνί+ω. οὕτω δὴ πρῶτον μὲν εἰς τὸν θεὸν ἐποίησα οὗἦν ἡ παροῦσα θυσία· μετὰ δὲ τὸν θεόν, ἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴνδέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους, καὶαὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός, διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύ-θους καὶ ἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου, τούτων ἐποίησα οἷς πρώτοιςἐνέτυχον. ταῦτα οὖν, ὦ Κέβης, Εὐήν+ω φράζε, καὶ ἐρρῶσθαι καί, ἂνσωφρον+ῆ, ἐμὲ διώκειν ὡς τάχιστα. 61.c ἄπειμι δέ, ὡς ἔοικε, τήμερον·κελεύουσι γὰρ ᾽Αθηναῖοι. Καὶ ὁ Σιμμίας, Οἷον παρακελεύ+η, ἔφη,τοῦτο, ὦ Σώ κρατες, Εὐήν+ω. πολλὰ γὰρ ἤδη ἐντετύχηκα τ+ῶ ἀνδρί·σχεδὸν οὖν ἐξ ὧν ἐγὼ +ἤσθημαι οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν σοι ἑκὼν εἶναι πείσε-ται. Τί δέ; ἦ δ᾽ ὅς, οὐ φιλόσοφος Εὔηνος; ̓́ Εμοιγε δοκεῖ, ἔφη ὁ Σιμ-μίας. ᾽Εθελήσει τοίνυν καὶ Εὔηνος καὶ πᾶς ὅτ+ω ἀξίως τούτου τοῦπράγματος μέτεστιν. οὐ μέντοι ἴσως βιάσεται αὑτόν·

    ἦταν δηλαδή κάπως ἔτσι: Πολλές φορές μοῦ ἐμφανιζόταν καί στόπαρελθόν τό ἴδιο ὄνειρο, κάθε φορά μέ διαφορετική μορφή, ὅμωςμέ τό ἴδιο νόημα: Σωκράτη, ἔλεγε, νά συνθέτης μουσική καί νάἀσχολησαι σοβαρά μ’ αὐτήν, Καί ἐγώ αὐτό πού ἔκαμα προηγουμέ-νως αὐτό θεωροῦσα ὅτι μου ὑποδεικνύει καί μέ διατάζει, ὅπωςαὐτούς πού εἶναι θεόπνευστοι, ἔτσι καί σ’ ἐμένα αὐτό τό ὄνειροδηλαδή ὅ,τι ἔκαμα, αὐτό μέ παρακινοῦσε νά κάμω, δηλαδή μουσι-κή, διότι κατά τήν γνώμη μου ἡ φιλοσοφία ἦταν ἡ μέγιστη μουσική,κι ἐγώ αὐτήν ἀσκοῦσα. Τώρα ὅμως, μετά τό τέλος αὐτῆς τῆς δίκηςκαί ἐπειδή ἡ γιορτή τοῦ θεοῦ ἐμπόδισε τήν ἐκτέλεσή μου, μοῦ φά-νηκε πώς πρέπει νά συνθέσω αὐτήν τήν δημοφιλῆ μουσική, ἄν τόὄνειρο μέ προτρέπη σ’ αὐτήν, καί νά μή δείξω ἀνυπακοή στόν θεό,ἀλλά νά γράψω στίχους. Γιατί θεώρησα πώς θά εἶναι ἀσφαλέστερονά μήν ἀπέλθω ἀπ’ ἐδῶ πρίν ἀπό θρησκευτικό καθῆκον συνθέσωποιήματα ὑπακούοντας στό ὄνειρο. ῎Ετσι λοιπόν συνέθεσα ποίη-μα πρῶτα πρός τιμήν τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖον γινόταν ἡ παροῦσαθυσία. Μετά δέ τόν Θεόν, ἐπειδή ἀντιλήφθηκα ὅτι ὁ ποιητής πρέ-πει νά πλάθη μύθους, ἄν θέλη νά εἶναι ποιητής, καί ὄχι διαλόγους,καί ἐπειδή ἐγώ δέν εἶχα τό χάρισμα νά πλάθω μύθους, γι’ αὐτόὅποιους ἤξερα καί εἶχα πρόχειρους τοῦ Αἰσώπου, αὐτούς ἔκαναποιήματα, πού πρῶτα μοῦ ἦρθαν στόν νοῦ.

    Αὐτά, Κέβη, νά πῆς στόν Εὔηνο καί δῶσε χαιρετισμούς, καί ἄνἔχη μέσα του σωφροσύνη, νά μέ ἀκολουθήση ὅσο μπορεῖ πιό γρή-γορα. ῞Οπως φαίνεται θά ἀναχωρήσω σήμερα. Γιατί ἔτσι προστά-ζουν οἱ ᾽Αθηναῖοι». Kαί ὁ Σιμμίας: «τί εἶναι αὐτό πού συμβουλεύ-εις, Σωκράτη, στόν Εὔηνο; Γιατί πολλές φορές συνομίλησα μέ τόνἄνθρωπο. Λοιπόν, ἀπ’ ὅσα ἐγώ ἔχω ἀντιληφθῆ, δέν ὑπάρχει περί-πτωση νά πεισθῆ ἀπό ἐσένα».

    ~Τί λοιπόν; εἶπε αὐτός, δέν εἶναι φιλόσοφος. Εὔηνος;~Νομίζω, εἶπε ὁ Σιμμίας.~Θά θελήση λοιπόν καί ὁ Εὔηνος καί καθένας πού ἄξια μετέχει

    τῆς φιλοσοφίας. ̓́ Οχι ὅμως ἴσως αὐτοκτονώντας·

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    28 29

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • οὐ γάρ φασι θεμιτὸν εἶναι. Καὶ ἅμα λέγων ταῦτα καθῆκε 61.d τὰσκέλη ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ καθεζόμενος οὕτως ἤδη τὰ λοιπὰ διελέγετο.῎Ηρετο οὖν αὐτὸν ὁ Κέβης· Πῶς τοῦτο λέγεις, ὦ Σώκρατες, τὸ μὴθεμιτὸν εἶναι ἑαυτὸν βιάζεσθαι, ἐθέλειν δ᾽ ἂν τ+ῶ ἀποθν+ήσκοντι τὸνφιλόσοφον ἕπεσθαι; Τί δέ, ὦ Κέβης; οὐκ ἀκηκόατε σύ τε καὶ Σιμ-μίας περὶ τῶν τοιούτων Φιλολά+ω συγγεγονότες; Οὐδέν γε σαφές, ὦΣώκρατες. ̓Αλλὰ μὴν καὶ ἐγὼ ἐξ ἀκοῆς περὶ αὐτῶν λέγω· ἃ μὲν οὖντυγχάνω ἀκηκοὼς φθόνος οὐδεὶς λέγειν. καὶ γὰρ ἴσως 61.e καὶ μάλι-στα πρέπει μέλλοντα ἐκεῖσε ἀποδημεῖν διασκοπεῖν τε καὶ μυθολο-γεῖν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ, ποίαν τινὰ αὐτὴν οἰόμεθα εἶναι·τί γὰρ ἄν τις καὶ ποιοῖ ἄλλο ἐν τ+ῶ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόν+ω; Κατὰτί δὴ οὖν ποτε οὔ φασι θεμιτὸν εἶναι αὐτὸν ἑαυτὸν ἀποκτεινύναι, ὦΣώκρατες; ἤδη γὰρ ἔγωγε, ὅπερ νυνδὴ σὺ ἤρου, καὶ Φιλολάουἤκουσα, ὅτε παρ᾽ ἡμῖν δι+ητᾶτο, ἤδη δὲ καὶ ἄλλων τινῶν, ὡς οὐ δέοιτοῦτο ποιεῖν· σαφὲς δὲ περὶ αὐτῶν οὐδενὸς πώποτε οὐδὲν ἀκήκοα.62.a ᾽Αλλὰ προθυμεῖσθαι χρή, ἔφη· τάχα γὰρ ἂν καὶ ἀκούσαις. ἴσωςμέντοι θαυμαστόν σοι φανεῖται εἰ τοῦτο μόνον τῶν ἄλλων ἁπάντωνἁπλοῦν ἐστιν, καὶ οὐδέποτε τυγχάνει τ+ῶ ἀνθρώπ+ω, ὥσπερ καὶτἆλλα, ἔστιν ὅτε καὶ οἷς βέλτιον ὂν τεθνάναι ἢ ζῆν, οἷς δὲ βέλτιοντεθνάναι, θαυμαστὸν ἴσως σοι φαίνεται εἰ τούτοις τοῖς ἀνθρώποιςμὴ ὅσιον αὐτοὺς ἑαυτοὺς εὖ ποιεῖν, ἀλλὰ ἄλλον δεῖ περιμένεινεὐεργέτην. Καὶ ὁ Κέβης ἠρέμα ἐπιγελάσας, ῎Ιττω Ζεύς, ἔφη, τ+ῆαὑτοῦ φων+ῆ εἰπών.

    γιατί λένε πώς δέν εἶναι ἠθικά ἐπιτρεπτό». Καί τήν ὥρα πού ἔλεγεαὐτά κατέβασε τά πόδια του ἀπό τό κρεββάτι στήν γῆ καί σ’ αὐτήτήν στάση πλέον συζητοῦσε ὡς τό τέλος. Τόν ρώτησε λοιπόν ὁ Κέ-βης:

    ~Πῶς ἰσχυρίζεσαι αὐτό, Σωκράτη, ὅτι δέν εἶναι θεμιτό πρᾶγμαἡ αὐτοκτονία, ἀλλά εἶναι θεμιτό νά θέλη ἕνας φιλόσοφος νά ἀκο-λουθῆ κάποιον πού πεθαίνει;

    ~Τί λοιπόν, Κέβη; Δέν ἔχετε ἀκούσει γι’ αὐτά τά θέματα ἐσύ καίὁ Σιμμίας, παρ᾽ ὅλο πού κάνατε παρέα μέ τόν Φιλόλαο;14

    ~Ναί ὅμως τίποτε τό σαφές δέν ἔχουμε ἀκούσει, Σωκράτη.~᾽Αλλά κι ἐγώ, βέβαια, ἐξ ἀκοῆς μιλάω γι’ αὐτά. Αὐτά λοιπόν

    πού ἔτυχε ν’ ἀκούσω, δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση νά τά πῶ. ̓Επειδήἴσως καί νά ἁρμόζη, περισσότερο τώρα πού πρόκειται νά ἀποδη-μήσω, νά ἐξετάζω καί νά συζητῶ γιά τήν ἐκεῖ ἀποδημία μου, πῶςτήν φαντάζομαι δηλαδή αὐτήν. Γιατί τί ἄλλο θά μπορούσαμε νάκάνουμε μέχρι τήν δύση τοῦ ἥλιου;15

    «᾽Από ποιά ἄποψη λοιπόν, Σωκράτη, ἀρνοῦνται πώς εἶναι θε-μιτό νά αὐτοκτονῆ κανένας; Διότι ἤδη ἐγώ αὐτό πού τώρα ρώτη-σες, τό ἄκουσα ὁ ἴδιος καί ἀπό τόν Φιλόλαο, ὅταν ἔμενε κοντά μας,τό ἤξερα καί ἀπό κάποιους ἄλλους, ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμεαὐτή τήν πράξη. ῞Ομως τίποτε τό σαφές γι’ αὐτά δέν ἔχω ἀκούσειἀπό κανένα, ὡς τώρα».

    ~᾽Αλλά πρέπει νά δείξης ἐνδιαφέρον, εἶπε ὁ Σωκράτης. Γιατίμπορεῖ σύντομα κάτι ν’ ἀκούσης. ̓́ Ισως ὅμως νά σοῦ φανῆ παράξε-νο, γιατί ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα πράγματα αὐτό μόνο εἶναι ἁπλό καί ποτέδέν εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ὅπως τά ἄλλα, καί μερικές φορές μάλι-στα γιά κάποιους εἶναι καλύτερος ὁ θάνατος ἀπό τήν ζωή, γι’αὐτούς λοιπόν πού ὁ θάνατος εἶναι καλύτερος, ἴσως σοῦ φαίνεταιπαράξενο νά μήν θεωρῆται ὅσιο τό νά εὐεργετήσουν τόν ἑαυτόντους, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά περιμένουν ἄλλον εὐεργέτη.

    Καί ὁ Κέβης χαμογελώντας εἶπε στήν χαρακτηριστική του διά-λεκτο:

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    30 31

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • 62.b Καὶ γὰρ ἂν δόξειεν, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὕτω γ᾽ εἶναι ἄλογον·οὐ μέντοι ἀλλ᾽ ἴσως γ᾽ ἔχει τινὰ λόγον. ὁ μὲν οὖν ἐν ἀπορρήτοις λε-γόμενος περὶ αὐτῶν λόγος, ὡς ἔν τινι φρουρ+ᾶ ἐσμεν οἱ ἄνθρωποικαὶ οὐ δεῖ δὴ ἑαυτὸν ἐκ ταύτης λύειν οὐδ᾽ ἀποδιδράσκειν, μέγας τέτίς μοι φαίνεται καὶ οὐ ῥ+άδιος διιδεῖν· οὐ μέντοι ἀλλὰ τόδε γέ μοιδοκεῖ, ὦ Κέβης, εὖ λέγεσθαι, τὸ θεοὺς εἶναι ἡμῶν τοὺς ἐπιμελουμέ-νους καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἓν τῶν κτημάτων τοῖς θεοῖς εἶναι. ἢσοὶ οὐ δοκεῖ οὕτως; ῎Εμοιγε, φησὶν ὁ Κέβης. 62.c Οὐκοῦν, ἦ δ᾽ ὅς,καὶ σὺ ἂν τῶν σαυτοῦ κτημάτων εἴ τι αὐτὸ ἑαυτὸ ἀποκτεινύοι, μὴσημήναντός σου ὅτι βούλει αὐτὸ τεθνάναι, χαλεπαίνοις ἂν αὐτ+ῶκαί, εἴ τινα ἔχοις τιμωρίαν, τιμωροῖο ἄν; Πάνυ γ᾽, ἔφη. ̓́ Ισως τοίνυνταύτ+η οὐκ ἄλογον μὴ πρότερον αὑτὸν ἀποκτεινύναι δεῖν, πρὶν ἀνά-γκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψ+η, ὥσπερ καὶ τὴν νῦν ἡμῖν παροῦσαν. ̓ Αλλ᾽εἰκός, ἔφη ὁ Κέβης, τοῦτό γε φαίνεται. ὃ μέν τοι νυνδὴ ἔλεγες, τὸτοὺς φιλοσόφους ῥ+αδίως ἂν ἐθέλειν 62.d ἀποθν+ήσκειν, ἔοικεντοῦτο, ὦ Σώκρατες, ἀτόπ+ω, εἴπερ ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν εὐλόγως ἔχει,τὸ θεόν τε εἶναι τὸν ἐπιμε λούμενον ἡμῶν καὶ ἡμᾶς ἐκείνου κτήματαεἶναι. τὸ γὰρ μὴ ἀγανακτεῖν τοὺς φρονιμωτάτους ἐκ ταύτης τῆς θε-ραπείας ἀπιόντας, ἐν +ἧ ἐπιστατοῦσιν αὐτῶν οἵπερ ἄριστοί εἰσιν τῶνὄντων ἐπιστάται, θεοί, οὐκ ἔχει λόγον· οὐ γάρ που αὐτός γε αὑτοῦοἴεται ἄμεινον ἐπιμελήσεσθαι ἐλεύθερος γενόμενος. ἀλλ᾽ ἀνόητοςμὲν ἄνθρωπος τάχ᾽ ἂν οἰηθείη ταῦτα, φευκτέον 62.e εἶναι ἀπὸ τοῦδεσπότου, καὶ οὐκ ἂν λογίζοιτο ὅτι οὐ δεῖ ἀπό γε τοῦ ἀγαθοῦ φεύ-γειν ἀλλ᾽ ὅτι μάλιστα παραμένειν,

    ~Μάρτυς μου ὁ Δίας! «Καί φυσικά θά μποροῦσε νά θεωρηθῆπαράξενο, ἄν τό δοῦμε ἀπ’ αὐτήν τήν ἄποψη», εἶπε ὁ Σωκράτης.Παρ’ ὅλα αὐτά ἴσως ἔχει τοὐλάχιστον μία δικαιολογία. ῾Η δικαιο-λογία λοιπόν πού λέγεται γι’ αὐτά κατά τήν μυστική διδασκαλία,16

    οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μέσα σέ κάποια φυλακή καί ὅτι δέν πρέπεικανείς οὔτε νά ἐλευθερώνη τόν ἑαυτόν του οὔτε νά δραπετεύη μοῦφαίνεται πολύ σπουδαία καί δέν εἶναι εὔκολο νά τήν ἐξιχνιάσουμε.῾Ωστόσο μοῦ φαίνεται, Κέβη, ὅτι σωστά λέγεται τό ἑξῆς: ὅτι οἱ Θεοίφροντίζουν γιά μᾶς καί πώς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἕνα ἀπό τάκτήματά τους.17 ῎H νομίζεις πῶς δέν εἶναι ἔτσι;

    ~᾽Εγώ τοὐλάχιστον ἔτσι νομίζω, εἶπε ὁ Κέβης.~῾Επομένως, εἶπε ὁ Σωκράτης, καί σύ, ἄν κάποιο ἀπό τά πλά-

    σματα πού σοῦ ἀνήκουν αὐτοκτονήση, χωρίς ἐσύ νά συγκατανεύ-σης ὅτι θέλεις νά πεθάνη, δέν θά ἐξοργιζόσουν ἐναντίον του καί, ἄνμποροῦσες, δέν θά τοῦ ἐπέβαλλες κάποια τιμωρία;

    ~Σίγουρα, εἶπε ὁ Κέβης.~῎Ισως λοιπόν, ἀπ᾽ αὐτήν τήν ἄποψη δέν εἶναι παράξενο πώς

    δέν πρέπει κανείς νά αὐτοκτονῆ προτοῦ ὁ Θεός νά στείλη κάποιαἀνάγκη, ὅπως αὐτήν πού παρουσιάστηκε τώρα σ’ ἐμένα.

    ~᾽Αλλά αὐτό φαίνεται πολύ φυσικό, εἶπε ὁ Κέβης. ̔́ Ομως αὐτόπού ἔλεγες τώρα δά, ὅτι οἱ φιλόσοφοι πολύ εὔκολα θά ἤθελαν νάπεθάνουν, αὐτό, Σωκράτη, μοιάζει μέ παράλογο, ἄν εἶναι λογικόαὐτό πού τώρα λέγαμε, πώς ὁ θεός φροντίζει γιά μᾶς καί ἐμεῖςεἴμαστε κτήματά του. Γιατί εἶναι ἐντελῶς παράλογο νά μήν ἀγανα-κτοῦν οἱ πιό φρόνιμοι, ὅταν ξεφεύγουν ἀπ’ αὐτήν τήν φροντίδα εἰςτήν ὁποία τούς ἐπιβλέπουν οἱ ἄριστοι ἐπιστάτες ὅλων τῶν πλα-σμάτων, οἱ θεοί. Γιατί, νομίζω, δέν πιστεύει ἕνας φιλόσοφος ὅτι θάφροντίση καλύτερα τόν ἑαυτόν του ἄν ἀπελευθερωθῆ ἀπό τήνἐπιστασία τοῦ θεοῦ, ἀλλά μόνον ἕνας ἀνόητος θά μποροῦσε νά νο-μίση αὐτά τά πράγματα, ὅτι δηλαδή πρέπει νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόνἀφέντη του, καί δέν θά συλλογιζόταν ὅτι δέν πρέπει νά φεύγουμεἀπό τόν καλόν ἀφέντη, ἀλλά νά παραμένουμε ὅσο τό δυνατόν πε-ρισσότερο κοντά του,

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    32 33

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • διὸ ἀλογίστως ἂν φεύγοι· ὁ δὲ νοῦν ἔχων ἐπιθυμοῖ που ἂν ἀεὶ εἶναιπαρὰ τ+ῶ αὑτοῦ βελτίονι. καίτοι οὕτως, ὦ Σώκρατες, τοὐναντίονεἶναι εἰκὸς ἢ ὃ νυνδὴ ἐλέγετο· τοὺς μὲν γὰρ φρονίμους ἀγανακτεῖνἀποθν+ήσκοντας πρέπει, τοὺς δὲ ἄφρονας χαίρειν. ̓ Ακούσας οὖν ὁΣωκράτης ἡσθῆναί τέ μοι ἔδοξε τ+ῆ τοῦ 63.a Κέβητος πραγματεί+α,καὶ ἐπιβλέψας εἰς ἡμᾶς, ̓Αεί τοι, ἔφη, [ὁ] Κέβης λόγους τινὰς ἀνε-ρευν+ᾶ, καὶ οὐ πάνυ εὐθέως ἐθέλει πείθεσθαι ὅτι ἄν τις εἴπ+η. Καὶ ὁΣιμμίας, ̓Αλλὰ μήν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, νῦν γέ μοι δοκεῖ τι καὶ αὐτ+ῶλέγειν Κέβης· τί γὰρ ἂν βουλόμενοι ἄνδρες σοφοὶ ὡς ἀληθῶς δε-σπότας ἀμείνους αὑτῶν φεύγοιεν καὶ ῥ+αδίως ἀπαλλάττοιντοαὐτῶν; καί μοι δοκεῖ Κέβης εἰς σὲ τείνειν τὸν λόγον, ὅτι οὕτωῥ+αδίως φέρεις καὶ ἡμᾶς ἀπολείπων καὶ ἄρχοντας ἀγαθούς, ὡςαὐτὸς ὁμολογεῖς, θεούς. 63.b Δίκαια, ἔφη, λέγετε· οἶμαι γὰρ ὑμᾶςλέγειν ὅτι χρή με πρὸς ταῦτα ἀπολογήσασθαι ὥσπερ ἐν δικαστη-ρί+ω. Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας. Φέρε δή, ἦ δ᾽ ὅς, πειραθῶ πιθα-νώτερον πρὸς ὑμᾶς ἀπολογήσασθαι ἢ πρὸς τοὺς δικαστάς. ἐγὼγάρ, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, εἰ μὲν μὴ +ὤμην ἥξειν πρῶτον μὲνπαρὰ θεοὺς ἄλλους σοφούς τε καὶ ἀγαθούς, ἔπειτα καὶ παρ᾽ἀνθρώπους τετελευτηκότας ἀμείνους τῶν ἐνθάδε, ἠδίκουν ἂν οὐκἀγανακτῶν τ+ῶ θανάτ+ω· νῦν δὲ εὖ ἴστε ὅτι παρ᾽ 63.c ἄνδρας τε ἐλπί-ζω ἀφίξεσθαι ἀγαθούς –καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἂν πάνυ διισχυρισαί-μην– ὅτι μέντοι παρὰ θεοὺς δεσπότας πάνυ ἀγαθοὺς ἥξειν, εὖ ἴστεὅτι εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων διισχυρισαίμην ἂν καὶ τοῦτο. ὥστεδιὰ ταῦτα οὐχ ὁμοίως ἀγανακτῶ, ἀλλ᾽ εὔελπίς εἰμι εἶναί τι τοῖς τε-τελευτηκόσι καί,

    γι’ αὐτό θά ἦταν παραλογισμός νά φύγη· ἐνῶ ὁ λογικός, νομίζω, θάἤθελε γιά πάντα νά εἶναι κοντά στόν καλύτερό του. Κι ὅμως, Σω-κράτη, ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη, εἶναι φυσικό νά συμβαίνη τό ἀντίθε-τον ἀπ’ αὐτό πού τώρα λέγαμε. Δηλαδή οἱ φρόνιμοι νά ἀγανακτοῦνπεθαίνοντας καί οἱ ἄμυαλοι νά εὐχαριστοῦνται».

    Μόλις τόν ἄκουσε ὁ Σωκράτης, μοῦ φάνηκε πώς εὐχαριστήθη-κε μέ τήν φιλοσοφική ἀνάλυση τοῦ Κέβητος καί στρέφοντας τόβλέμμα του πρός ἐμᾶς εἶπε: ~ ῾Ο Κέβης ἐπανεξετάζει κάποιεςαἰτίες, καί δέν θέλει νά πείθεται ἀμέσως, ὅ,τι κι ἄν κάποιος τοῦ πῆ.

    Καί ὁ Σιμμίας εἶπε: ~ ᾽Αλλά τώρα, Σωκράτη, μοῦ φαίνεται κιἐμένα πώς ὁ Κέβης κάτι σπουδαῖο λέει. Γιατί, τί θέλοντας οἱ πραγ-ματικά σοφοί θά ἔφευγαν ἀπό ἀληθινά καλύτερους ἀφέντες καίθά τούς ξεφορτώνονταν μέ εὐκολία; Καί νομίζω πώς ὁ Κέβης σέ σέ-να ἀπευθύνει τόν λόγον, ἐπειδή τόσο εὔκολα ἀνέχεσαι νά μᾶςἐγκαταλείψης καί ἀκόμα καί τούς καλούς ἄρχοντες, ὅπως ὁ ἴδιοςὁμολογεῖς, δηλαδή τούς θεούς».

    ~Σωστά, εἶπε, λέγετε. Δηλαδή νομίζω ὅτι ἐννοεῖτε πώς πρέπεινά ἀπολογηθῶ σ᾽ αὐτά σάν σέ δικαστήριο».

    ~῾Οπωσδήποτε, εἶπε ὁ Σιμμίας.᾽Εμπρός λοιπόν, εἶπε αὐτός, ἄς προσπαθήσω νά ἀπολογηθῶ

    πρός ἐσᾶς μέ μεγαλύτερη πειστικότητα ἀπό ὅση πρός τούς δικα-στές. Συγκεκριμένα ἐγώ, εἶπε, Σιμμία καί Κέβη, ἄν δέν πίστευαπρῶτος πώς θά πάω κοντά σ’ ἄλλους θεούς σοφούς καί καλούς,δεύτερον κοντά σ’ ἀνθρώπους πεθαμένους καλύτερους ἀπό τούςἐδῶ, θά ἤμουν ἄδικος νά μήν ἀγανακτῶ γιά τόν θάνατό μου· τώραὅμως νά εἴσαστε βέβαιοι ὅτι ἐλπίζω νά φτάσω κοντά σέ ἀνθρώ-πους ἀγαθούς. Καί αὐτό μέν ἴσως καί νά μήν τό ἰσχυριζόμουν μέβεβαιότητα· ὅτι ὅμως θά πάω κοντά σέ θεούς – κυρίους τέλειουςνά εἶσθε βέβαιοι, ὅτι θά τό ἰσχυριζόμουν ἀπόλυτα. ῞Ωστε γι’ αὐτόδέν ἀγανακτῶ μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἀλλά εὐελπιστῶ πώς αὐτοί πούπεθαίνουν,

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    34 35

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • ὥσπερ γε καὶ πάλαι λέγεται, πολὺ ἄμεινον τοῖς ἀγαθοῖς ἢ τοῖς κα-κοῖς. Τί οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας, ὦ Σώκρατες; αὐτὸς ἔχων τὴν διάνοιανταύτην ἐν ν+ῶ ἔχεις ἀπιέναι, ἢ κἂν ἡμῖν μεταδοίης; 63.d κοινὸν γὰρδὴ ἔμοιγε δοκεῖ καὶ ἡμῖν εἶναι ἀγαθὸν τοῦτο, καὶ ἅμα σοι ἡ ἀπολογίαἔσται, ἐὰν ἅπερ λέγεις ἡμᾶς πείσ+ης. ᾽Αλλὰ πειράσομαι, ἔφη.πρῶτον δὲ Κρίτωνα τόνδε σκεψώμεθα τί ἐστιν ὃ βούλεσθαί μοι δο-κεῖ πάλαι εἰπεῖν. Τί δέ, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Κρίτων, ἄλλο γε ἢ πάλαιμοι λέγει ὁ μέλλων σοι δώσειν τὸ φάρμακον ὅτι χρή σοι φράζειν ὡςἐλάχιστα διαλέγεσθαι; φησὶ γὰρ θερμαίνεσθαι μᾶλλον διαλεγομέ-νους, δεῖν δὲ οὐδὲν τοιοῦτον προσφέρειν 63.e τ+ῶ φαρμάκ+ω· εἰ δὲμή, ἐνίοτε ἀναγκάζεσθαι καὶ δὶς καὶ τρὶς πίνειν τούς τι τοιοῦτον ποι-οῦντας. Καὶ ὁ Σωκράτης, ῎Εα, ἔφη, χαίρειν αὐτόν· ἀλλὰ μόνον τὸἑαυτοῦ παρασκευαζέτω ὡς καὶ δὶς δώσων, ἐὰν δὲ δέ+η, καὶ τρίς.᾽Αλλὰ σχεδὸν μέν τι +ἤδη, ἔφη ὁ Κρίτων· ἀλλά μοι πάλαι πράγματαπαρέχει. ̓́ Εα αὐτόν, ἔφη. ἀλλ᾽ ὑμῖν δὴ τοῖς δικασταῖς βούλομαι ἤδητὸν λόγον ἀποδοῦναι, ὥς μοι φαίνεται εἰκότως ἀνὴρ τ+ῶ ὄντι ἐν φιλο-σοφί+α διατρίψας τὸν βίον θαρρεῖν μέλλων 64.a ἀποθανεῖσθαι καὶεὔελπις εἶναι ἐκεῖ μέγιστα οἴσεσθαι ἀγαθὰ ἐπειδὰν τελευτήσ+η. πῶςἂν οὖν δὴ τοῦθ᾽ οὕτως ἔχοι, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, ἐγὼ πειράσομαιφράσαι. Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φι-λοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύου-σιν ἢ ἀποθν+ήσκειν τε καὶ τεθνάναι. εἰ οὖν τοῦτο ἀληθές, ἄτοπον δή-που ἂν εἴη προθυμεῖσθαι μὲν ἐν παντὶ τ+ῶ βί+ω

    ὅπως ἔλεγαν τά παλαιά χρόνια, ἔχουν κάτι καλύτερο, ἄν εἶναι δί-καιοι, παρά ἄν εἶναι κακοί. ~ Tί λοιπόν, Σωκράτη; εἶπε ὁ Σιμμίας,ὁ ἴδιος κρατώντας γιά τόν ἑαυτό σου αὐτή τήν ἄποψη σκοπεύειςνά φύγης, ἤ τοὐλάχιστον θά μποροῦσες νά τήν μεταδώσης καί σ’ἐμᾶς; Γιατί μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα ἀγαθό πού ἀνήκει σέὅλους μας καί ταυτόχρονα θά ἔχης ἀπολογηθῆ, ἄν μᾶς πείσης μ’αὐτά πού λές».

    ~«᾽Αλλά θά προσπαθήσω», εἶπε. «῞Ομως ἄς δοῦμε καί τόν Κρί-τωνα ἀπ’ ἐδῶ, τί εἶναι αὐτό πού τόση ὥρα θέλει νά μοῦ πῆ.

    ~Τί ἄλλο, Σωκράτη, εἶπε ὁ Κρίτων, παρά αὐτό πού μοῦ λέειἀπό πολλή ὥρα αὐτός πού θά σοῦ δώση τό φάρμακο, πώς πρέπεινά σοῦ πῶ νά μιλᾶς ὅσο τό δυνατόν πιό λίγο; γιατί λέει πώς οἱ κα-τάδικοι πού μιλοῦν θερμαίνονται περισσότερο ἀπό ὅσο χρειάζεταικαί δέν πρέπει νά ἐμποδίζουν ἔτσι τήν δράση τοῦ φαρμάκου·ἀλλοιῶς εἶναι ἀνάγκη δυό καί τρεῖς φορές νά τό πιοῦν, αὐτοί πούκάνουν κάτι τέτοιο. Καί ὁ Σωκράτης εἶπε, ~ Μή τοῦ δίνεις σημα-σία. ᾽Αλλά μόνο ἄς ἑτοιμάζη τό φάρμακό του γιά νά μοῦ τό δώσηδυό καί τρεῖς φορές, ἄν χρειασθῆ.

    ~᾽Αλλά σχεδόν περίμενα τήν ἀπάντησή σου, εἶπε ὁ Κρίτων·μό-νο πού μέ ἐνοχλεῖ τόση ὥρα μέ τήν ἐπιμονή του.

    ~῎Ας τόν αὐτόν, εἶπε. ̓Αλλά σ’ ἐσᾶς τούς δικαστές θέλω νά ἀπο-λογηθῶ πιά ἐπειδή νομίζω πώς εὔλογα ἕνας ἄνθρωπος, πού πέρα-σε τήν ζωή του φιλοσοφώντας, θά ἔχη θάρρος τήν ὥρα πού πρό-κειται νά πεθάνη καί θά εὐελπιστῆ πώς ἐκεῖ θά εὕρη τά μεγαλύτε-ρα ἀγαθά, ὅταν πεθάνη. Πῶς, λοιπόν, συμβαίνει αὐτό Σιμμία καίΚέβη, θά προσπαθήσω νά σᾶς τό ἀναπτύξω.

    Παρ’ ὀλίγο νά ξεχάσουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πώς οἱ ὀρθῶς φιλο-σοφοῦντες τίποτε ἄλλο δέν κάνουν παρά νά πεθαίνουν καί νάεἶναι νεκροί. ῎Αν λοιπόν αὐτό ἀληθεύη, θά ἦταν παράλογο σ’ ὅλητους τήν ζωή

    BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN

    36 37

    ¶§ATøN – ºAI¢øN (◊ ¶EPI æYXH™)

  • μηδὲν ἄλλο ἢ τοῦτο, ἥκοντος δὲ δὴ αὐτοῦ ἀγανακτεῖν ὃ πάλαιπρουθυμοῦντό τε καὶ ἐπετήδευον. Καὶ ὁ Σιμμίας γελάσας, Νὴ τὸνΔία, ἔφη, ὦ Σώκρατες, 64.b οὐ πάνυ γέ με νυνδὴ γελασείοντα ἐποί-ησας γελάσαι. οἶμαι γὰρ ἂν τοὺς πολλοὺς αὐτὸ τοῦτο ἀκούσανταςδοκεῖν εὖ πάνυ εἰρῆσθαι εἰς τοὺς φιλοσοφοῦντας –καὶ συμφάναι ἂντοὺς μὲν παρ᾽ ἡμῖν ἀνθρώπους καὶ πάνυ– ὅτι τ+ῶ ὄντι οἱ φιλοσο-φοῦντες θανατῶσι, καὶ σφᾶς γε οὐ λελήθασιν ὅτι ἄξιοί εἰσιν τοῦτοπάσχειν. Καὶ ἀληθῆ γ᾽ ἂν λέγοιεν, ὦ Σιμμία, πλήν γε τοῦ σφᾶς μὴ λε-ληθέναι. λέληθεν γὰρ αὐτοὺς +ἧ τε θανατῶσι καὶ +ἧ ἄξιοί εἰσιν θανά-του καὶ οἵου θανάτου οἱ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφοι. 64.c εἴπωμεν γάρ,ἔφη, πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, χαίρειν εἰπόντες ἐκεί νοις· ἡγούμεθά τι τὸνθάνατον εἶναι; Πάνυ γε, ἔφη ὑπολαβὼν ὁ Σιμμίας. ̓͂ Αρα μὴ ἄλλο τιἢ τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἀπαλλαγήν; καὶ εἶναι τοῦτο τὸτεθνάναι, χωρὶς μὲν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀπαλλαγὲν αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ τὸσῶμα γεγονέναι, χωρὶς δὲ τὴν ψυχὴν [ἀπὸ] τοῦ σώματος ἀπαλλα-γεῖσαν αὐτὴν καθ᾽ αὑτὴν εἶναι; ἆρα μὴ ἄλλ